- υπερισθμιζω
- ὑπερισθμίζωὑπερ-ισθμίζωдоставлять волоком, перетаскивать через перешеек
(πλοῖα Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πλοῖα Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπερισθμίζω — Α (για πλοία) μεταφέρω κάτι πέρα από τον ισθμό, δηλαδή διά μέσου τής ξηράς, μεταφέρω από τη μια όχθη τού ισθμού στην άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἰσθμός] … Dictionary of Greek
ὑπερισθμίσας — ὑπερισθμίσᾱς , ὑπερισθμίζω draw aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)